- βαρομετρικός, -ή
- -ό αυτός που αναφέρεται στο ή προσδιορίζεται από το βαρόμετρο: Το μετεωρολογικό δελτίο στηρίζεται σε βαρομετρικές παρατηρήσεις και μετρήσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.